in.gr

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Στο 1ο Γυμνάσιο Ευκαρπίας

"Βρέθηκα στο 1ο Γυμνάσιο Ευκαρπίας, στη Θεσσαλονίκη. Προσκεκλημένος καθηγητών και μαθητών. Το θέμα συζήτησης τρέχον. Και τετριμμένο θα έλεγα. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Στην αίθουσα συγκεντρώσεων του σχολείου, μια ατμόσφαιρα αναζήτησης, απορίας και ερωτημάτων, ήταν κάτι περισσότερο από κίνητρο για μια αυθεντική επικοινωνία με τους μαθητές.
Είχα καιρό να βρεθώ σε μια τέτοια νεανική σύναξη. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήμουν και εγώ ο ίδιος καθηγητής. Και θυμήθηκα αυτά που κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε. Το σχολείο, πέρα από ευμάρεια και κρίση, πέρα από υλικές δυνατότητες ή μη, είναι πάντα ένα πεδίο μάχης για τη γνώση.
Τι να πει κανείς στους μαθητές αυτής της ηλικίας για τα Μ.Μ.Ε., για τους μηχανισμούς επιρροής, για τις μάχες εξουσίας και για την αυταπάτη καθορισμού των πραγμάτων; Τι να πει για τα πρότυπα, τους επωνύμους και τις διασημότητες που στη σκέψη των νέων μπορεί να φαντάζουν μικροί θεοί; Αλλά και που η ίδια η ανυπότακτη σκέψη τους γεννάει ερωτήματα για τα πήλινα πόδια τους, καθώς σκιρτάει η αμφιβολία και η αμφισβήτηση αυθόρμητα και κατεδαφιστικά;
Η Γιώτα ρωτούσε γιατί τα Μ.Μ.Ε. δεν ασχολούνται με τα εθνικά θέματα, η Θεοπίστη αναρωτιόταν γιατί οι τηλεοράσεις έχουν κατακλυστεί από ψυχαγωγικές εκπομπές, ο Δημήτρης βλέπει την τηλεόραση σαν προπαγάνδα και ο Κώστας αναρωτήθηκε γιατί τα κανάλια προβάλλουν τόσο πολύ το θέμα της Χρυσής Αυγής.
Όλες οι παρατηρήσεις, όλες οι σκέψεις και οι αποσπασματικές ή ολοκληρωμένες ιδέες από τα παιδιά, ήταν κοντά στα πράγματα. Διαισθητικά. Γνωρίζουν περισσότερα από όσα νομίζουμε, αντιλαμβάνονται πιο πολλά από όσα φαίνονται. Και με έναν λόγο, σαφώς δομημένο, έδιναν στην αναζήτηση της σύναξης νόημα και περιεχόμενο.
Λίγο μετά, καθώς οι καθηγητές μου έδειχναν τις αίθουσες του σχολείου, μπορούσα να καταλάβω καλύτερα αυτό που είχε προηγηθεί. Δίπλα στην Αίθουσα Ποιητών, η Αίθουσα του Μακεδονικού Αγώνα και δίπλα στην Αίθουσα Σκακιού, η Αίθουσα Μοντέρνας Τέχνης, από τα χέρια και την έμπνευση των μαθητών.
Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βρέθηκα στις τάξεις, η μικρή μου εμπειρία από το Γυμνάσιο Ευκαρπίας μου θύμισε και πάλι ότι το σχολείο είναι και παραμένει πάντα ένας τόπος αναζήτησης. Δηλαδή ελευθερίας."



Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα "AthensVoice.gr" από τον Κουσούλη Λευτέρη (Πολιτικός-Επικοινωνιολόγος) στις 12 Απριλίου 2014.

Ημερίδα ¨Τα ΜΜΕ και η Κατασκευή της Συναίνεσης"


Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Κωνσταντίνος Η' {Κων/νος Ατματζίδης} Καθηγητής {Ιωάννης Καλίτσιος}

Κωνσταντίνος ο Η' Ο Κωνσταντίνος Η΄, γιος του Ρωμανού Β΄ και της Θεοφανούς, γεννήθηκε γύρω στα 960. Ήταν ο μικρότερος αδελφός του Βασιλείου Β΄ και συμβασίλευσε μαζί του από το 963 μέχρι το 1025. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας τους, τα δύο αδέλφια είχαν επισκιασθεί από τους στρατιωτικούς Νικηφόρο Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή, καθώς και από τον ευνούχο θείο τους Βασίλειο. Αυτήν την περίοδο ο ευνούχος Βασίλειος είχε ωθήσει τα δύο αδέλφια στον έκλυτο βίο και τις κάθε είδους διασκεδάσεις προκειμένου να τους κρατάει μακριά από την εξουσία και να είναι πάντοτε εξαρτώμενοι απ’ αυτόν. Όταν ο Βασίλειος ανέλαβε την εξουσία, ο Κωνσταντίνος συνέχισε να αδιαφορεί για τις κρατικές υποθέσεις και να ασχολείται μόνο με τις διασκεδάσεις του. Λέγεται μάλιστα ότι περνούσε περισσότερο καιρό στον Ιππόδρομο απ’ ότι στην αίθουσα του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος αρχικά είχε αρραβωνιαστεί με μια κόρη του τσάρου Βόρι Β΄ της Βουλγαρίας, τελικά όμως παντρεύτηκε με μια Βυζαντινή αριστοκράτισσα, την Ελένη, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ευδοκία, που έγινε μοναχή, τη Ζωή και τη Θεοδώρα. Μετά το θάνατο του αδελφού του και του ίδιου, οι δυο αδελφές έμειναν οι τελευταίοι απόγονοι της Μακεδονικής δυναστείας. Στέφθηκε συναυτοκράτορας το 962 και φορούσε το στέμμα ήδη επί 63 χρόνια, όταν στις 25 Δεκεμβρίου 1025, μετά το θάνατο του αδελφού του, κλήθηκε να αναλάβει ως μονοκράτορας την διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο έκλυτος βίος των νεανικών του χρόνων είχαν επιβαρύνει σοβαρότατα την υγεία του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία. Όμως είναι άδικο να θεωρηθεί η βασιλεία του καταστροφική. Μέσα στα λιγότερο από τρία χρόνια κατάφερε να κινητοποιήσει την κρατική μηχανή, με αποτέλεσμα αυτή να συγκεντρώσει φόρους πέντε ετών (δηλαδή και τους καθυστερούμενους από τα χρόνια του Βασιλείου Β’ φόρους). Επίσης παρά τις συνεχείς πιέσεις της αριστοκρατίας της γης δεν δέχτηκε να ακυρώσει το αλληλέγγυον και τους υπόλοιπους νόμους, οι οποίοι προστάτευαν τους μικροκαλλιεργητές από τους δυνατούς. Κύριο μέλημα της βασιλείας του ήταν να βρεθούν σύζυγοι για τις ηλικιωμένες κόρες του, που θα τον διαδεχόντουσαν. Τελικά, ήδη βαρύτατα ασθενής, κατάφερε να παντρέψει τη Ζωή με τον Ύπαρχο Κωνσταντινουπόλεως και παλιό αριστοκράτη Ρωμανό τον Αργυρό. Λίγες μέρες μετά το γάμο, στις 15 Νοεμβρίου 1028, πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ρωμανός. Κυριότερη πηγή της βασιλείας του είναι η χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού. ο Η'

Μιχαήλ Γ '{Κων/νος Ατματζίδης} Καθηγητής ¨{Ιωαννης Καλίτσιος}

Μιχαήλ Γ΄ Βιογραφία Με τη ενηλικίωσή του το 855 ο Μιχαήλ Γ΄φαίνεται να συμμετείχε σε συνωμοσία με την οποία θανατώθηκε ο Θεόκτιστος, ισχυροποιώντας έτσι την εξουσία του έναντι των συμβούλων της μητέρας του. Επιδιδόμενος με τους φίλους του σε διασκεδάσεις, χλεύαζε τακτικά και δημόσια τα δόγματα και τους τύπους της Εκκλησίας, εξ ου και το προσωνύμιο «Μέθυσος». Πάντως η ηρεμία που επικράτησε στην Αυτοκρατορία μετά τη λήξη της εικονομαχικής κρίσης (αναστήλωση των εικόνων, 11 Μαρτ. 843), πρέπει να συγκαταλεχθεί στα θετικά σημεία της πολιτικής του. Σ΄αυτό συνέβαλαν ουσιαστικά και ορισμένοι ιδιαίτερα αξιόλογοι λόγιοι, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός, ο πατριάρχης Φώτιος, αλλά και ο καίσαρ Βάρδας με την ανακαίνιση από μέρους του τού Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας (863). Νυμφεύθηκε την Ευδοκία την Δεκαπολίτισσα, αλλά εξακολουθούσε να άγεται και να φέρεται από την παλαιά του ερωμένη Ευδοκία Ιγγερίνη. Την εξουσία ασκούσε ουσιαστικά ο θείος του Καίσαρ Βάρδας ενώ το Βυζάντιο διερχόταν κρίσιμες στιγμές στη Πελοπόννησο, την οποία άρχισαν να καταστρέφουν οι Σλάβοι, στη Κρήτη όπου απέτυχαν οι επιχειρήσεις κατά των Αράβων, στη Σικελία και την Καλαβρία που είχαν καταληφθεί από τους Άραβες και τους Φράγκους, και στη Μικρά Ασία όπου συνέχισε των αγώνα των προκατόχων κατά των Παυλικιανών που συμπολεμούσαν με τους Άραβες χωρίς να τους καθυποτάξει. Το 865 οι Ρώσοι επετέθηκαν κατά του Βυζαντίου και πολιόρκησαν από την θάλασσα την Κωνσταντινούπολη, όμως τελικά αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία λόγω σφοδρής τρικυμίας, ενώ ο Μιχαήλ Γ΄ απουσίαζε σε πόλεμο κατά των Αράβων. Ο Μιχαήλ καθαίρεσε τον Πατριάρχη Ιγνάτιο και τον αντικατέστησε με έναν λαϊκό, τον Φώτιο, πολύ μορφωμένο και ικανό άνθρωπο. Αμέσως αυτός βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τον Πάπα Νικόλαο Α΄ για θέματα πρωτοκαθεδρίας, δικαιοδοσίας επί των νεοφωτισθέντων Σλάβων και για το «filioque». Την εποχή του έδρασαν επίσης οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, εφευρέτες του Σλαβικού αλφαβήτου και εκχριστιανιστές των Σλάβων. Το 863 μάλιστα, όταν βαφτίστηκαν Χριστιανοί οι Βούλγαροι, ο ίδιος ήταν ανάδοχος του βασιλιά τους, Βόριδα,Κριτική Η εικόνα του είχε αμαυρωθεί από τα βυζαντινά ιστορικά κείμενα για λόγους που σχετίζονται με τη δυναστική ιδεολογία της Μακεδονικής δυναστείας. Προφανής επιδίωξη των ιστορικών και χρονογράφων της εποχής ήταν να δικαιώσει για τους μεταγενέστερους την άνοδο του Βασιλείου Α΄ στο θρόνο, δυσφημώντας το δολοφονημένο Μιχαήλ, τον οποίο συχνά αποκαλούν «Μέθυσο». Η σύγχρονη όμως έρευνα τον αποκατέστησε και είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η βασιλεία του ήταν ιδιαίτερα σημαντική[3] ως προς τα εσωτερικά αλλά και διεθνή γεγονότα.[4]Μετά τη δολοφονία του Βάρδα το 866 ο Μιχαήλ Γ΄ προσέλαβε ως συμβασιλέα τον παρακοιμώμενο Βασίλειο και αργότερα Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα. Τελικά ο ο ίδιος ο Βασίλειος τον δολοφόνησε το 867 και κατέλαβε το θρόνο, ιδρύοντας έτσι την Μακεδονική Δυναστεία η οποία διαδέχθηκε τη Φρυγική Δυναστεία. ο οποίος για το λόγο αυτό πήρε και το χριστιανικό όνομα «Μιχαήλ» [2].

Βασίλειος Β' {"Κων/νος Ατματζίδης} Καθηγητης {Ιωαννης Καλίτσιος}

Βασίλειος Β´ ο Βουλγαροκτόνος Ο Βασίλειος Β' (958 - 15 Δεκεμβρίου 1025), ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας, ο οποίος βασίλεψε από τις 10 Ιανουαρίου 976 έως το θάνατό του στις 15 Δεκεμβρίου 1025, χαρίζοντας την τελευταία περίοδο πολιτικής ακμής στην αυτοκρατορία. Το πρώτο μέρος της μακράς βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε πανίσχυρους στρατηγούς από την αριστοκρατία της Ανατολίας. Μετά την υποταγή τους, ο Βασίλειος επέβλεψε τη σταθεροποίηση και την επέκταση των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και, πάνω απ' όλα, την τελική και πλήρη υποταγή της Βουλγαρίας, τον κυριότερο ευρωπαϊκό εχθρό της αυτοκρατορίας. Γι' αυτό και ονομάστηκε από μεταγενέστερους συγγραφείς ως Βουλγαροκτόνος, με το οποίο είναι ευρύτερα γνωστός. Κατά το θάνατό του, η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τη Νότια Ιταλία μέχρι τον Καύκασο και από το Δούναβη μέχρι την Παλαιστίνη. Παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους, ο Βασίλειος Β' έδειξε επίσης διοικητικές ικανότητες, μειώνοντας τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, που κυριαρχούσαν στη διοίκηση και στο στρατό, και γεμίζοντας τα θησαυροφυλάκια της αυτοκρατορίας. Πολύ μεγάλης σημασίας ήταν η απόφαση του Βασιλείου να προσφέρει το χέρι της αδελφής του, Άννας, στον Βλαδίμηρο Α' του Κιέβου[1], σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική του υποστήριξη, γεγονός που οδήγησε στον εκχριστιανισμό των Ρως και την ενσωμάτωση της Ρωσίας στην πολιτιστική σφαίρα τΓέννηση και παιδική ηλικία [Επεξεργασία] Ο Βασίλειος Β' γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 958 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία ήταν Ελληνίδα[2][3][4][5][6][7], γεννημένη στη Λακωνία[8]. Η πατρική του καταγωγή είναι άγνωστη καθώς στον υποτιθέμενο πρόγονό του, τον Βασίλειο Α', ιδρυτή της δυναστείας, αποδίδεται αρμενική, σλαβική ή ελληνική καταγωγή. Επιπλέον, είναι πιθανό ότι ο βιολογικός πατέρας του Λέοντα ΣΤ' (προπάππου του Βασιλείου Β') ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ και όχι ο Βασίλειος Α'[9]. Η οικογένεια του Μιχαήλ Γ' ήταν Μικρασιάτες από τη Φρυγία και μιλούσαν ελληνικά. Το 960, όταν ο Βασίλειος ήταν δύο ετών, ο πατέρας του τον έκανε συναυτοκράτορα. Όμως το 963 ο πατέρας του πέθανε ενώ ο Βασίλειος ήταν μόλις 5 ετών. Επειδή ο Βασίλειος και ο αδελφός του, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Η' (βασίλεψε από το 1025 έως το 1028), ήταν πολύ μικροί για να βασιλέψουν, η μητέρα τους Θεοφανώ παντρεύτηκε έναν από τους κορυφαίους στρατηγούς του Ρωμανού, τον Νικηφόρο Β' Φωκά, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας το ίδιο έτος. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς δολοφονήθηκε από τον ανηψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας και βασίλεψε για 7 χρόνια. Τέλος, όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 976, ο 18χρονος τότε Βασίλειος Β' ανέλαβε πλέον τα καθήκοντα του αυτοκράτορα.ου Βυζαντίου.Ο Βασίλειος ήταν γενναίος στρατιώτης και εξαιρετικός ιππέας και έμελλε να αποδείξει ότι ήταν ισχυρός ηγέτης και ικανός στρατηγός. Στην αρχή δεν έδειξε την πλήρη έκταση της ενέργειάς του. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, η διοίκηση παρέμεινε στα χέρια του ευνούχου Βασίλειου Λεκαπηνού (νόθου γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Α'), προέδρου της Γερουσίας. Ο Λεκαπηνός ήταν ένας πανούργος και προικισμένος άνθρωπος, ο οποίος ήλπιζε ότι οι νέοι αυτοκράτορες θα ήταν μαριονέτες του. Ο Βασίλειος περίμενε και παρακολουθούσε χωρίς να παρεμβαίνει, μαθαίνοντας όμως τις λεπτομέρεις των διοικητικών επιχειρήσεων και εμβαθύνοντας στη στρατιωτική επιστήμη. Ακόμα και ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής, που ήταν εξαιρετικοί στρατιωτικοί διοικητές, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο καλοί στη διοίκηση του κράτους. Προς το τέλος της βασιλείας του, ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε προγραμματίσει καθυστερημένα να περιορίσει τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, και ο θάνατός του, ο οποίος ήρθε αμέσως μετά την ομιλία του εναντίον τους, δημιούργησε φήμες ότι ο Τσιμισκής δηλητηριάστηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό, ο οποίος είχε αποκτήσει παράνομα τεράστια ακίνητη περιουσία και φοβόταν την έρευνα και την τιμωρία του. Ως αποτέλεσμα των αποτυχιών των άμεσων προκατόχων του, ο Βασίλειος Β' βρέθηκε από την αρχή της βασιλείας του αντιμέτωπος μ' ένα σοβαρό πρόβλημα καθώς δύο μέλη της πλούσιας στρατιωτικής ελίτ της Μικράς Ασίας, ο Βάρδας Σκληρός (παλαιότερα στενός συνεργάτης του Ιωάννη Τσιμισκή) και ο Βάρδας Φωκάς, διέθεσαν αρκετούς πόρους για να προβούν σε ανοικτές εξεγέρσεις εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Το κύριο κίνητρο των δύο ανδρών, οι οποίοι ήταν έμπειροι αλλά αλληλοσυγκρουόμενοι στρατηγοί, ήταν να αναρριχηθούν στον αυτοκρατορικό θρόνο και να εκμηδενίσουν το ρόλο και την επιρροή του Βασίλειου. Ο Βασίλειος, δείχνοντας την τάση για σκληρότητα που θα γίνει το σήμα κατατεθέν του, ανέλαβε να τους αντιμετωπίσει ο ίδιος και κατέστειλε τις εξεγέρσεις τόσο του Σκληρού (το 979) όσο και του Φωκά (το 989)[10]. Αυτές οι εξεγέρσεις είχαν βαθιά επίδραση στις προοπτικές και τη μέθοδο διακυβέρνησης του Βασίλειου Β'. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός περιγράφει τον ηττημένο Σκληρό να συμβουλεύει τον αυτοκράτορα να καθαιρεί τους κυβερνήτες που γίνονται υπερβολικά περήφανοι, να μην αφήνει στους στρατηγούς που είναι σε εκστρατείες να έχουν πολλούς πόρους, να τους εξαντλεί με άδικες ενέργειες για να είναι απασχολημένοι συνεχώς με υποθέσεις, να μην επιτρέπει την παρουσία γυναικών στα αυτοκρατορικά συμβούλια, να μην είναι προσβάσιμος σε κανέναν και να μοιράζεται με λίγους τα προσωπικά του σχέδια[11]. Ο Βασίλειος φαίνεται πως έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη του αυτή τη συμβουλή. Για να αντιμετωπίσει την τελευταία εξέγερση, ο Βασίλειος συμμάχησε με τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο Α' του Κιέβου, ο οποίος το 988 είχε καταλάβει τη Χερσώνα, την κύρια αυτοκρατορική βάση στην Κριμαία. Ο Βλαδίμηρος προσφέρθηκε να αφήσει τη Χερσώνα και να ενισχύσει με 6.000 στρατιώτες τον Βασίλειο, ζητώντας ως αντάλλαγμα να παντρευτεί την αδελφή του Βασίλειου, Άννα. Στην αρχή, ο Βασίλειος δίστασε καθώς οι Βυζαντινοί έβλεπαν όλα τα έθνη της Βόρειας Ευρώπης, είτε ήταν Φράγκοι είτε ήταν Σλάβοι, ως βάρβαρους, αλλά και η ίδια η Άννα δεν ήθελε να παντρευτεί έναν βάρβαρο ηγέτη. Ο Βλαδίμηρος είχε κάνει μακρόχρονη έρευνα σε διάφορες θρησκείες, στέλνοντας μάλιστα και αντιπροσώπους σε διάφορες χώρες. Ο γάμος δεν ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο επέλεξε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Όταν ο Βλαδίμηρος υποσχέθηκε να βαπτιστεί ο ίδιος χριστιανός και να προσηλυτίσει το λαό του στο χριστιανισμό, ο Βασίλειος συμφώνησε. Ο Βλαδίμηρος και η Άννα παντρεύτηκαν στην Κριμαία το 989. Η επιστράτευση των Ρως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό της εξέγερσης και αποτέλεσαν τη βάση του Τάγματος των Βαράγγων. Έτσι κερδήθηκε η κρίσιμη μάχη της Αβύδου ενάντια στις δυνάμεις της οικογένειας Φωκά τον Απρίλιο του 989, ενώ στη συνέχεια συνθηκολόγησε ο Βάρδας Σκληρός. Επιπλέον, ο γάμος του Βλαδίμηρου και της Άννας είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας με την οποία το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας πολλούς αιώνες αργότερα θα αυτοανακηρυσσόταν "Η Τρίτη Ρώμη" και θα διεκδικούσε την πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά τις εξεγέρσεις ακολούθησε η πτώση του Βασίλειου Λεκαπηνού. Ο Λεκαπηνός κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε με τους εξεγερθέντες και τιμωρήθηκε με εξορία και με δήμευση της τεράστιας περιουσίας του. Προσπαθώντας να προστατέψει τις χαμηλές και τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, ο Βασίλειος Β' έκανε αδίστακτο πόλεμο κατά του συστήματος της τεράστιας περιουσίας που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία. Το 995, επιστρέφοντας με το στρατό του από την Ανατολή μέσω της Καππαδοκίας, έτυχε πλουσιοπάροχης φιλοξενίας από τον Ευστάθιο Μαλεϊνό, μέλος ισχυρής οικογένειας που είχε παρασταθεί στους Φωκάδες. Αντί να τον ευχαριστήσει, τον μετέφερε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη και όταν πέθανε του δήμευσε την κτηματική περιουσία του. Το 996 νομοθέτησε την πιο απόλυτη απαγόρευση κατά της απόκτησης γαιών από τους ισχυρούς. Ακόμα και εάν κάποιος ισχυρός είχε κατοχή 40 ετών, και άσχετα των οποιωνδήποτε βελτιώσεων εκ μέρους του “δυνατού”, ο αδύνατος μπορούσε να επανακτήσει την περιουσία του, και μάλιστα χωρίς να επιστρέψει το αρχικό τίμημα.Έχοντας θέσει τέρμα στις εσωτερικές διαμάχες, ο Βασίλειος Β' έστρεψε την προσοχή του σε άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Οι βυζαντινοί εμφύλιοι πόλεμοι είχαν εξασθενήσει τη θέση της αυτοκρατορίας στα ανατολικά και οι κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή παρά λίγο να βρεθούν στα χέρια των Φατιμιδών. Μετά από δύο βαριές ήττες του δούκα της Αντιόχειας, Μιχαήλ Βούρτζη, το 992 και το 994, το Χαλέπι πολιορκήθηκε και η Αντιόχεια απειλήθηκε από το στρατό των Φατιμιδών. Το 995, ο Βασίλειος Β' μαζί με ένα στρατό 40.000 ανδρών (και με 80.000 μουλάρια)[12] ξεκίνησε εκστρατεία κατά των Φατιμιδών, ανακουφίζοντας το Χαλέπι. Η ταχύτητα της αφίξεως του στρατού του Βασιλείου ήταν εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής. Σε δεκαπέντε μόλις μέρες ο στρατός του διέσχισε την απόσταση από τις χιονοσκέπαστες κορυφές της Μακεδονίας μέχρι τις ερήμους της Συρίας[13]. Στη συνέχεια απέκτησε τον έλεγχο της πεδιάδας του Ορόντη και διεξάγοντας επιδρομές νοτιότερα, κατέλαβε όλες τις πόλεις από την Έμεσα μέχρι την Τρίπολη στο σημερινό Λίβανο. Αν και δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να μπει στην Παλαιστίνη και να ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, ο Βασίλειος Β' κατάφερε να ενσωματώσει στην αυτοκρατορία το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας. Κανένας αυτοκράτορας από την εποχή του Ηράκλειου δεν κατάφερε να κρατήσει αυτά τα εδάφη, τα οποία παρέμειναν μέρος της αυτοκρατορίας για τα επόμενα 75 χρόνια.Η κατάκτηση της Βουλγαρίας [Επεξεργασία] Ο Βασίλειος Β' ήθελε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία στα εδάφη που είχαν χαθεί στο παρελθόν. Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο εχθρό του, τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία υποτάχθηκε εν μέρει στον Ιωάννη Τσιμισκή, αλλά μέρη της χώρας παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Βυζαντινών. Στα τέλη του 10ου αιώνα, οι κλυδωνισμοί στο εσωτερικό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ευνόησαν την ανάπτυξη του βουλγαρικού επεκτατισμού σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Με ηγέτη τον Σαμουήλ οι Βούλγαροι ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος εκτεινόμενοι προς Βορρά μέχρι το Δούναβη και προς Νότο μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ οι ληστρικές επιδρομές που επιχειρούσαν ακόμη και μέχρι την Πελοπόννησο είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα για την αυτοκρατορία. Η βυζαντινή κυβέρνηση προσπάθησε να προκαλέσει διχόνοια στις τάξεις των Βουλγάρων επιτρέποντας κατ' αρχάς τη διαφυγή του αιχμάλωτου αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, Μπορίς Β'. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, και κατά τη διάρκεια μίας ανάπαυλας της διαμάχης του με την αριστοκρατία, ο Βασίλειος οδήγησε ένα στρατό 30.000 ανδρών στη Βουλγαρία και πολιόρκησε την πόλη Σρεντέρς (σημερινή Σόφια) το 986. Έχοντας απώλειες και ανησυχώντας για την αφοσίωση μερικών από τους κυβερνήτες του, ο Βασίλειος ήρε την πολιορκία και αποφάσισε να υποχωρήσει προς τη Θράκη. Όμως στις 17 Αυγούστου του 986, έπεσε σε ενέδρα και υπέστη σοβαρή ήττα στη Μάχη που έγινε στις Πύλες του Τραϊανού[14], γεγονός που σημάδεψε για όλη του τη ζωή την πολιτική του απέναντι στους Βούλγαρους. Ο Βασίλειος διέφυγε με τη βοήθεια του Τάγματος των Βαράγγων και προσπάθησε να καλύψει τις απώλειές του στρέφοντας τον αδελφό του Σαμουήλ, Ααρών, εναντίον του. Ο Ααρών δελεάστηκε από την πρόταση του Βασίλειου να του προσφέρει την αδελφή του, Άννα, σε γάμο (η ίδια που δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Βλαδίμηρο του Κιέβου), αλλά οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν όταν ο Ααρών ανακάλυψε ότι η νύφη που του έστειλε ο Βασίλειος δεν ήταν η Άννα. Το 987 ο Σαμουήλ εξουδετέρωσε τον Ααρών, ενώ ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος πολεμώντας εναντίον του Σκληρού και του Φωκά στη Μικρά Ασία. Παρόλο που το 991 συνελήφθη ο αυτοκράτορας της Βουλγαρίας, Ρομάν, ο Βασίλειος Β' έχασε από τους Βούλγαρους τη Μοισία. Το 992 ο Βασίλειος Β' υπέγραψε συνθήκη με τον δόγη της Βενετίας, Πιέτρο Ορσεόλο Β', σύμφωνα με την οποία η Βενετία θα πλήρωνε λιγότερους τελωνειακούς δασμούς στην Κωνσταντινούπολη σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία της στη μεταφορά βυζαντινών στρατευμάτων στη νότια Ιταλία, σε περιόδους πολέμου[15]. Τα χρόνια που ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις εσωτερικές εξεγέρσεις και την ανάκτηση των ανατολικών συνόρων, ο Σαμουήλ επέκτεινε την κυριαρχία του από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο ανακτώντας τα περισσότερα εδάφη που είχε η Βουλγαρία πριν την εισβολή του Σβιατοσλάβ Α' του Κιέβου. Επίσης ήταν επικεφαλής καταστροφικών επιδρομών στην κεντρική Ελλάδα, που αποτελούσε μέρος της βυζαντινής επικράτειας. Όμως, το 996 ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός επέτυχε συντριπτική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Σπερχειού. Ωστόσο ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γαβριήλ Ρωμανός, κατάφεραν να διαφύγουν[16]. Από το έτος 1000, ο Βασίλειος Β' ήταν ελεύθερος πλέον να επικεντρωθεί σε έναν πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, έναν πόλεμο τον οποίο προσέγγισε με επιμονή και στρατηγική διορατικότητα. Εκείνη τη χρονιά, ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας κατέλαβε την πόλη Βέλικι Πρέσλαφ, παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Το 1001 ο ίδιος ο Βασίλειος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο στις πόλεις Βοδενά, Βέροια και Σέρβια. Την επόμενη χρονιά, έχοντας ως βάση τη Φιλιππούπολη, κατέλαβε τη στρατιωτική οδό από τον δυτικό Αίμο έως το Δούναβη, περικόπτοντας έτσι την επικοινωνία μεταξύ της Μακεδονίας και της Μοισίας. Μετά από αυτή την επιτυχία, πολιόρκησε το Βιδίνιο (Βίντιν), το οποίο τελικά έπεσε μετά από παρατεταμένη αντίσταση. Ο Σαμουήλ αντέδρασε στη βυζαντινή εκστρατεία με ένα τολμηρό χτύπημα. Ξεκίνησε μία μεγάλης κλίμακας επιδρομή στην καρδιά της βυζαντινής Θράκης, επιτιθέμενος στην Αδριανούπολη. Επιστρέφοντας στην έδρα του με τα λάφυρα, ο Σαμουήλ αναχαιτίστηκε κοντά στα Σκόπια από τον βυζαντινό στρατό που διοικούσε ο αυτοκράτορας. Οι δυνάμεις του Βασίλειου εισέβαλαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο, νικώντας τους Βούλγαρους συντριπτικά και ανακτώντας τα λάφυρα της Αδριανούπολης. Τα Σκόπια παραδόθηκαν λίγο μετά τη μάχη και ο κυβερνήτης τους αντιμετωπίστηκε με ευγένεια από τον αυτοκράτορα. Το 1005, ο κυβερνήτης του Δυρραχίου παρέδωσε την πόλη του στους Βυζαντινούς. Η προσάρτηση του Δυρραχίου ολοκλήρωσε την απομόνωση του Σαμουήλ στα υψίπεδα της δυτικής Μακεδονίας. Ο Σαμουήλ εξαναγκάστηκε σε μία εξ ολοκλήρου αμυντική στάση ενισχύοντας τα περάσματα και τους δρόμους των εδαφών που βρίσκονταν ακόμα στην κατοχή του. Κατά τα επόμενα χρόνια, μειώθηκε η επιθετικότητα των Βυζαντινών και δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα, αν και το 1009 μία προσπάθεια αντεπίθεσης των Βούλγαρων αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τους Βυζαντινούς σε μία μάχη που διεξήχθη στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Το 1014, ο Βασίλειος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μία εκστρατεία με στόχο την εξάλειψη της αντίστασης των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου 1014, ο Βασίλειος Β' και ο στρατηγός του, Νικηφόρος Ξιφίας, διέλυσαν το βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Κλειδίου στην οροσειρά Μπέλλες. Ο Σαμουήλ απέφυγε την αιχμαλωσία χάρη στην ανδρεία του γιου του, Γαβριήλ. Έχοντας συντρίψει τους Βούλγαρους, ο Βασίλειος Β' αιχμαλώτισε 15.000 άνδρες, τους οποίους και τύφλωσε αφήνοντας μόνο έναν μονόφθαλμο ανά 100 τυφλούς άνδρες για να μπορέσουν να επιστρέψουν στον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ αντίκρυσε συγκλονισμένος τον τυφλό στρατό του και δύο ημέρες αργότερα πέθανε μετά από καρδιακό επεισόδιο. Αν και η έκταση της κακομεταχείρισης των Βούλγαρων αιχμαλώτων μπορεί να έχει μεγαλοποιηθεί, το περιστατικό αυτό βοήθησε στο να δοθεί αργότερα στον Βασίλειο Β' η προσωνυμία "ο Βουλγαροκτόνος". Η Βουλγαρία πολέμησε για άλλα τέσσερα χρόνια, καθώς η αντίστασή της αναζωπυρώθηκε από τη σκληρότητα του Βασίλειου Β'. Την άνοιξη του 1017 ο Βασίλειος Β' ξεκίνησε απ' τη Μοσυνούπολη εναντίον του οχυρού του Λογγά (βρίσκεται μεταξύ Σιδεροχωρίου και Τοιχιού Καστοριάς), το οποίο μετά από σκληρή πολιορκία παραδόθηκε στους Βυζαντινούς. Ο αυτοκράτορας κατέστρεψε εκ θεμελίων το βουλγάρικο οχυρό και μοίρασε τους στασιαστές κατοίκους του ως σκλάβους στους στρατιώτες του. Μετά την κατάληψη του Λογγά ο Βασίλειος κυρίευσε τη γειτονική Καστοριά, που την κατείχαν αρκετά χρόνια οι Βούλγαροι, και στη συνέχεια κατέλαβε την Οχρίδα υποτάσσοντας τελικά τους Βούλγαρους το 1018. Η υποταγή αυτή ήταν το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης στρατιωτικής πίεσης και της επιτυχημένης διπλωματικής εκστρατείας που στόχευε στη διχόνοια και στην εξαγορά της βουλγαρικής ηγεσίας. Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και τη μετέπειτα υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β', καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά μετά από 400 χρόνια. Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία και από τη πεδιάδα της Καρατζόβας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη συνέχεια μέσω Λιβαδιάς[17] έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα)[18]. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του, επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Από τη “Χρυσή Πύλη” μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα. Ο Βασίλειος Β' έδειξε τις ικανότητές του στην πολιτική, δίνοντας στους πρώην ηγέτες των Βουλγάρων τίτλους, θέσεις στην επαρχιακή διοίκηση και σημαντικά πόστα στο στρατό. Στις δε βουλγαρικές επαρχίες χορήγησε πλήρη πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία. Μ' αυτό τον τρόπο προσπάθησε να απορροφήσει τη βουλγαρική ελίτ στη βυζαντινή κοινωνία. Επίσης, η Βουλγαρία δεν είχε ανεπτυγμένη τη νομισματική οικονομία στον ίδιο βαθμό που υπήρχε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Βασίλειος πήρε τη σοφή απόφαση να δεχθεί τις πληρωμές των φόρων σε είδος. Οι διάδοχοι του Βασίλειου άλλαξαν την πολιτική αυτή, γεγονός που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στη Βουλγαρία και οδήγησε αργότερα σε εξέγερση. Εκστρατεία κατά των Χαζάρων [Επεξεργασία] Οι στέπες του Πόντου, περίπου το 1015. Οι περιοχές με το μπλε χρώμα είναι εκείνες που ενδεχομένως εξακολουθούσαν να ήταν υπό τον έλεγχο των Χαζάρων. Αν και η δύναμη του Χαζαρικού Χαγανάτου είχε καταλυθεί από τους Ρως τη δεκαετία του 960, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν πλήρως το κενό εξουσίας και να αποκαταστήσουν την κυριαρχία τους στην Κριμαία και σε άλλες περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο. Το 1016, βυζαντινά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Κριμαία, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν υπό τον έλεγχο των Χαζάρων που είχαν ως βάση το Κερτς. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο αρχηγός των Χαζάρων συνελήφθη και το διάδοχο κράτος τους καταστράφηκε. Στη συνέχεια οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τη νότια Κριμαία. Τα τελευταία χρόνια [Επεξεργασία] Ο Βασίλειος Β' επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια επιτέθηκε ανατολικά προσαρτώντας εδάφη της σημερινής Γεωργίας και Αρμενίας[19]. Επίσης ενίσχυσε τα σύνορα σ' αυτές τις ορεινές περιοχές κατά τρόπο που θα μπορούσαν να αποδειχθούν αποτελεσματικά ενάντια στις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων, εάν οι διάδοχοί του ήταν ικανοί. Εν τω μεταξύ, άλλες βυζαντινές δυνάμεις νίκησαν τους Λογγοβάρδους και επανέκτησαν μεγάλο μέρος της νότιας Ιταλίας, της οποίας ο έλεγχος είχε χαθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία για πάνω από 150 χρόνια. Ο Βασίλειος Β' πέθανε σε ηλικία 67 ετών, στις 15 Δεκεμβρίου του 1025, έχοντας περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του πολεμώντας. Τις τελευταίες μέρες σχεδίαζε μία στρατιωτική εκστρατεία για να ανακτήσει τη Σικελία. Ο Βασίλειος Β' ήταν να ταφεί στην τελευταία διαθέσιμη σαρκοφάγο στη ροτόντα του Μέγα Κωνσταντίνου στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ωστόσο ο ίδιος είχε ζητήσει από τον αδελφό του και διάδοχο Κωνσταντίνο Η' να ταφεί χωρίς πομπές και επισημότητες στο Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το 1204, ο τάφος λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Η επιγραφή του τάφου είναι άγνωστης πατρότητας και χρονολογίας και είναι γνωστή μέσω χειρογράφων που σώθηκαν. Στίχοι ἐπιτάφιοι εἰς τὸν τάφον κυροῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου καὶ βασιλέως. ἄλλοι μὲν ἄλλῃ τῶν πάλαι βασιλέων αὑτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους, ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος, ἵστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς Ἑβδόμου καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων οὓς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὓς ἐκαρτέρουν· οὐ γάρ τις εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ, ἀφ’ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με αὐτοκράτορα γῆς, μέγαν βασιλέα· ἀλλ’ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τὸν ζωῆς χρόνον Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς Νέας ἐρυόμην ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν, ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς ἕω, ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία· καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι, σὺν οἷς Ἀβασγός, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ· καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμὰς στρατηγίας. Η εμφάνιση και ο χαρακτήρας του [Επεξεργασία] Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1025, κατά το θάνατο του Βασιλείου Β'. Ο Βασίλειος Β' ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας, ο οποίος, αν και με ανάστημα κάτω από το μέσο όρο, φαινόταν μεγαλοπρεπής πάνω στο άλογό του. Είχε γαλάζια μάτια και έντονα τοξωτά φρύδια. Επίσης είχε ελάχιστη γενειάδα αλλά τα μουστάκια του ήταν πλούσια και είχε τη συνήθεια να τα στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά του όταν σκεφτόταν κάτι ή ήταν πολύ θυμωμένος. Δεν ήταν ευφραδής ομιλιτής αλλά είχε πολύ δυνατό γέλιο. Ως ώριμος άνδρας είχε ασκητικές συνήθειες και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη μεγαλοπρέπεια και τις τελετές της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ συνήθως ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή. Ήταν ικανότατος στην κρατική διοίκηση και αποτελεί μοναδική περίπτωση μεταξύ των στρατιωτικών αυτοκρατόρων που πεθαίνοντας άφησε γεμάτα τα ταμεία της αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος Β' περιφρονούσε τη λογοτεχνία και γενικότερα τον πολιτισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ενεργοί πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι. Ο στρατός τον λάτρευε, καθώς ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας με τον στρατό αντί να στέλνει τις διαταγές του από το παλάτι, όπως έκαναν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Έζησε τη ζωή του απλού στρατιώτη, σε σημείο που έτρωγε το ίδιο φαγητό με τους στρατιώτες του. Επίσης έπαιρνε τα παιδιά των σκοτωμένων αξιωματικών υπό την προστασία του και τους πρόσφερε στέγη, τροφή και μόρφωση. Πολλά απ' αυτά έγιναν αργότερα στρατιώτες και αξιωματικοί και τον θεωρούσαν σαν πατέρα τους. Ο Βασίλειος Β' ήταν δημοφιλής και στους αγρότες της χώρας. Η τάξη αυτή παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών του στρατού και παρείχε τους περισσότερους στρατιώτες. Για να διασφαλίσει τη συνέχεια, ο Βασίλειος Β' εισήγαγε νόμους που προστάτευαν τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία και μείωσε τους φόρους των αγροτών. Η βασιλεία του θεωρήθηκε ως περίοδος σχετικής ευημερίας παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους. Απ' την άλλη μεριά, ο Βασίλειος αύξησε τους φόρους της αριστοκρατίας και της εκκλησίας και προσπάθησε να ελαττώσει την ισχύ και τον πλούτο τους. Αν και για ευνόητους λόγους δεν ήταν δημοφιλής στις τάξεις τους, κανένας απ' αυτούς δεν είχε τη δύναμη να αντιταχθεί αποτελεσματικά στον υποστηριζόμενο από το στρατό αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος Β' ποτέ δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά. Όταν ήταν νέος φλέρταρε με τις γυναίκες, αλλά όταν έγινε αυτοκράτορας επέλεξε να αφοσιωθεί στα καθήκοντα του κράτους. Ο Μιχαήλ Ψελλός αποδίδει τη ριζική αλλαγή του Βασίλειου, από τον έκλυτο νέο στον ζοφερό αυτοκράτορα, στα γεγονότα των εξεγέρσεων του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά[20]. Ο ασκητισμός του Βασίλειου είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει ως διάδοχο τον αδελφό του και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί ως ηγέτες. Παρ' όλα αυτά, ακολούθησαν 50 χρόνια ευημερίας και πνευματικής ανάπτυξης χάρη στους πόρους του κράτους. Υπό τον Βασίλειο Β', η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πιθανόν έναν πληθυσμό 18.000.000 κατοίκων και, χάρη στη συνετή του διαχείριση, το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο συσσώρευσε εκατομμύρια νομίσματα, τα σύνορα ήταν ασφαλή από εισβολείς και η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε απ' όλους ως το πιο εύπορο και καλά διοικούμενο βασίλειο του χριστιανικού κόσμου.